Η τάση και η τάση να ωθούνται οι αγορές είναι ένα σχετικά σταθερό ατομικό χαρακτηριστικό, μια προδιάθεση για συμπεριφορά με συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή για την πραγματοποίηση αγορών με αυθόρμητο, ξαφνικό, μη ανακλαστικό τρόπο. Οι Rook και Fisher (1985) τονίζουν ότι οι καταναλωτές με μεγάλη τάση να αγοράζουν παρορμητικά είναι πιο πιθανό να αντανακλούν όταν ψωνίζουν επειδή είναι πιο πιθανό να βιώσουν παρορμήσεις όταν ψωνίζουν και επηρεάζονται περισσότερο από την εγγύτητα των προϊόντων. Ωστόσο, δεν είναι πάντα οι καταναλωτές με υψηλή τάση να αγοράζουν παρορμητικά να υποχωρήσουν στις παρορμήσεις που αισθάνονται όταν ψωνίζουν. Η συμπεριφορά του καταναλωτή επηρεάζεται όχι μόνο από αυτήν την προδιάθεση ή τα μέτρα μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν οι πωλητές, αλλά και από την πίεση του χρόνου, τον πλούτο, το επίπεδο χαρτοφυλακίου, τον αυτοέλεγχο, την κανονιστική εκτίμηση της παρορμητικής αγοράς.
Οι παράγοντες που καθορίζουν παρορμητικά ψώνια είναι κυρίως μεμονωμένα χαρακτηριστικά όπως γενική παρορμητικότητα, βέλτιστο επίπεδο διέγερσης, επίπεδο υλισμού, στάσεις απέναντι στο χρήμα, χρονικός προσανατολισμός και ψυχαγωγικό στυλ αγορών.
Η δεύτερη σημαντική ομάδα παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά των αγορών είναι ατομικοί και περιστασιακοί παράγοντες, όπως: συναισθήματα που γίνονται αισθητά κατά την αγορά, στάση απέναντι στην προώθηση, οργανωτικές λύσεις που χρησιμοποιούνται στα καταστήματα λιανικής για αύξηση του επιπέδου αυτού του τύπου αγορών, καθώς και η ατμόσφαιρα και η άνεση κατά τις αγορές.
Η τρίτη ομάδα αποτελείται από παράγοντες που καθορίζουν εάν πραγματοποιούμε μια αγορά ή όχι, όπως ο αυτοέλεγχος, η πρόσβαση σε χρήματα, η μορφή χρημάτων που χρησιμοποιείται και η κανονιστική αξιολόγηση της παρορμητικής αγοράς.
Το θέμα των παρορμητικών αγορών αντιμετωπίστηκε, μεταξύ άλλων Μάικλ Γουντ (1998).