Με τον όρο γενικά κηδεία ονομάζεται το σύνολο εκείνο των φροντίδων και τελετών που γίνονται μετά το θάνατο κάποιου από την οικογένεια και την κοινότητά του. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει στη νεοελληνική φροντίζω, επιμελούμαι. Παράγωγες επίσης λέξεις ο κηδεμών, η κηδεμονία, ο επικήδειος.
Aπό την εποχή του κυκλαδικού πολιτισμού γύρω στο 3000 π.Χ. ως την υπο-μυκηναϊκή περίοδο το 1100 με 1200 π.Χ. οι Έλληνες εφάρμοζαν τον ενταφιασμό ως αποκλειστική πρακτική κήδευσης. Η καύση των νεκρών που εμφανίζεται γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ. θεωρείται επίδραση της Ανατολής, πιθανώς των Χετταίων, και διαδόθηκε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία. Ως τους χριστιανικούς χρόνους όπου ο ενταφιασμός ξαναγίνεται η μόνη πρακτική κήδευσης και οι δύο μέθοδοι εξασκούνταν στην Ελλάδα ανάλογα με την ιστορική περίοδο και την περιοχή.
Η κηδεία στους αρχαίους Έλληνες από την ομηρική εποχή περιελάμβανε την πρόθεση, την εκφορά, την ταφή και τον περίδειπνο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η διαδικασία ακολουθείται στην Ελλάδα πιστά μέχρι και σήμερα. Πρόθεση ήταν η εναπόθεση του στολισμένου νεκρού στη νεκρική κλίνη και η θρηνωδία των οικείων του. Στην εποχή μας ο νεκρός κείται σε φέρετρο, το οποίο είναι ανοιχτό σύμφωνα με την παράδοση, εκτός από τις περιπτώσεις που δεν το επιτρέπει η κατάσταση του πτώματος.