Με την ονομασία δάνειο φέρεται ειδική διμερής σύμβαση, εξ ου και ο ταυτόσημος όρος δανειακή σύμβαση, όπου κατά τη συνομολόγησή της μεταβιβάζεται για κάποιο χρονικό διάστημα η κυριότητα χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, με την υποχρέωση της μετέπειτα επιστροφής τους.
Ορισμοί
Δανεισμός ή δανειακή συναλλαγή: ονομάζεται η κατάρτιση της δανειακής σύμβασης και η εφαρμογή των όρων της.
Δανειστής: ονομάζεται, σήμερα, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκχωρεί την κυριότητα χρημάτων ή άλλων πραγμάτων. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν αντίθετα ο αποδέκτης. Σημειώνεται ότι αποτελεί βασική έννοια του Ενοχικού και γενικότερα του Αστικού Δικαίου. Συνεπώς ο όρος δανειστής, ή πιστωτής (όροι συνώνυμοι), αναφέρεται σε κάθε ενοχική σχέση και όχι μόνο στη σύμβαση δανείου.
Δανειολήπτης, ή δανειζόμενος: ονομάζεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο εκχωρείται προσωρινά η κυριότητα χρημάτων ή πραγμάτων.
Δάνεισμα: ονομάζεται το αντικείμενο της προσωρινής εκχώρησης, χρήματα ή άλλα πράγματα, συχνά αναφέρεται και ως δάνειο.
Δανειομεσίτης: ονομάζεται ο μεσολαβητής φορέας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη δανειακής σύμβασης.
Γενικά
Η δανειακή σύμβαση από νομικής άποψης είναι ετεροβαρής σύμβαση, ενοχική και διαρκής.
Copyright 2024 puzzlefactory.com Ολα τα δικαιώματα διατηρούνται.