Ιδιαίτερα στις διεθνείς συναλλαγές η ισοτιμία αναφέρεται στην ανταλλαγή νομισμάτων των διαφόρων χωρών η οποία και καθιστά την μεταξύ τους αγοραστική δύναμη ουσιαστικά ίση, καλούμενη συναλλαγματική ισοτιμία. Θεωρητικά καθώς μεταβάλλονται οι οικονομικές συνθήκες, οι συναλλαγματικές αξίες των νομισμάτων συνεχώς προσαρμόζονται προκειμένου να διατηρούν την ισοτιμία τους. Οι αναπροσαρμογές αυτές επιτυγχάνονται με τις μεταβολές των τιμών τους ακολουθώντας τις μεταβολές της προσφοράς και ζήτησης, εφόσον βεβαίως οι τιμές αυτών είναι ελεύθερες σε διαμόρφωση ή σε διακύμανση εντός ενός ευρύτερου διαστήματος.
Σε αντίθετη περίπτωση όπου οι τιμές μπορεί να καθορίζονται αυθαίρετα και με μικρές διακυμάνσεις (περιορισμένα όρια), τότε οι ισοτιμίες επιτυγχάνονται είτε με κρατικό παρεμβατισμό των κυβερνήσεων των διαφόρων χωρών είτε με παρέμβαση διεθνών οργανισμών όπως για παράδειγμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η ισοτιμία υπολογίζεται λαμβάνοντας ως βάση τιμής ένα διεθνές νόμισμα ή παγκόσμιο νόμισμα όπως π.χ. το αμερικανικό δολάριο από την οποία και υπολογίζεται η αγοραστική δύναμη στο ΑΕΠ.
Παλαιότερα πριν τον Α' Π.Π., όπου υπήρχε η λεγόμενη αρμονία στο πρότυπο των ισοζυγίων για τις κύριες εμπορικές χώρες της εποχής, ήταν δυνατόν για τις ίδιες να επιβάλλουν ένα μεταξύ τους σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ για τις ασθενέστερες χώρες να επιβάλλουν σκληρά μέτρα περιορισμού των πιστώσεων. Όταν όμως μετά τον Α΄ Π.Π. αναπτύχθηκε μια μεγάλης κλίμακας δυσαρμονία ανάμεσα στις χώρες αυτές το υφιστάμενο σύστημα δεν μπορούσε να διατηρηθεί με συνέπεια έκτοτε οι συναλλαγματικές ισοτιμίες να γίνουν όργανο της οικονομικής πολιτικής.
Ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία είναι η τιμή στην οποία γίνεται ανταλλαγή δύο νομισμάτων, για παράδειγμα στο κασέ ενός ανταλλακτηρίου ή για παράδειγμα η ανταλλαγή ενός ποσού καταθέσεων σε ευρώ με ένα ποσό καταθέσεων σε δολάρια μέσω τράπεζας. Μία συνήθης διεθνής σύμβαση είναι οι ισοτιμίες να σημειώνονται όπως στο παρακάτω παράδειγμα: EUR/USD 1.2500.